O Φίλιππος μόλις είχε γυρίσει από την Ρώμη. Η Ύλλια δεν είχε ιδέα. Έτσι κι αλλιώς δεν τον σκεφτόταν καθόλου. Είχαν να συναντηθούν από κείνο το καλοκαίρι στην Κίμωλο πριν από 2 χρόνια. Τότε που τον είδε και τις έπεσαν οι καβουρόψιχες από τα χέρια! Τότε που η κάψα του δοσίματος ξεπερνούσε ακόμα και τον Αυγουστιάτικο ήλιο! Και τώρα. μετά από 2 χρόνια η συνάντηση στο γνωστό μπαράκι είναι απρόσμενη. Και οι δύο τους κρατιούνται να μην ξανακυλήσουν σε εκείνο το ερωτικά ανολοκλήρωτο καλοκαίρι. Καθώς κυλάει η νύχτα, οι ματιές δυναμώνουν, θυμίζοντας ο ένας στον άλλον ότι όποιος και να κάνει την πρώτη κίνηση, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο...
Το ξημέρωμα θα τους βρει στο δωμάτιο 347. Το πάθος θα γεμίσει τον χώρο και τα φιλιά θα είναι έντονα, και αποκαλυπτικά κι οι φρυγανισμένες φετούλες με την μαρμελάδα φράουλα θα είναι καταλυτικές..
...νιώθεις ότι δεν αναπνέεις και ακόμα και η ίδια σου η χώρα, η ίδια σου η πόλη, δεν έχει αέρα, δεν έχει ευημερία και η εξιλέωση του εαυτού σου έχει κρυφτεί πίσω από τις κουρτίνες του μέλλοντος. Ενός μέλλοντος που μόνο να το φοβάσαι μπορείς. Να το ονειρευτείς, στο έχουν απαγορέψει.
Από μικρός, μετά το φόβο για το δάσος που είχα, εκείνο το δάσος στο Χαλκούτσι μετά το σπίτι του Κυρ Αντώνη, εκεί που σκοτείνιαζε επικίνδυνα και στένευε ο δρόμος, ο αμέσως επόμενος μου φόβος ήταν να πάψω να κάνω όνειρα.
Το δάσος κάποια στιγμή το ανέβηκα, το χάρηκα και η εφηβεία μου στιγματίστηκε από τις περπατησιές μου στα μονοπάτια και τα καθισιά στα παγκάκια του..
Τώρα όμως, πατώντας με το ένα πόδι τα 30 σκεφτόμαστε τα παλιά και λησμονούμε καταστάσεις και στιγμές...
Αναπολούμε πάλι τα κόκκινα τραπέζια, τις βόλτες με τα ποδήλατα και τις γρατζουνιές στα γόνατα. Τα ωτοστόπ για τις καφετέριες και τα κάμελ τα μαλακά, με τους Ζίπο αναπτήρες με τον σκαλιστό, χρυσό αετό πάνω. Τα οικογενειακά τραπέζια με τα δυνατά γλέντια και την μπόλικη βαβούρα.
Βασικά αναπολούμε την ευδία. Εκείνη την ημέρα την ηλιόλουστη, που θα έρθει και θα μας πάρει από το ένα χέρι και με τη βαλίτσα του χρόνου στο άλλο, θα πάρουμε μερικές στιγμές από το παρελθόν και θα τις κολλήσουμε στο τώρα...
Και θα ανεβούμε καινούργια μονοπάτια και θα φορέσουμε ξανά τα παλιά πουλόβερ γιατί θα είναι πάλι της μόδας κι ας μας τσιμπάν...
Μια πόρτα κλείνει και μια άλλη ανοίγει. Κλείνει μια χρονιά δύσκολη και έρχεται μια χρονιά απρόβλεπτη. Θα πτωχεύσουμε, θα ανακάμψουμε, θα κάνουμε υπομονή 2-3 χρονάκια, θα φύγουμε από το ευρώ, θα δημιουργηθεί άλλο νόμισμα, θα κοπεί χρήμα, θα μας ξελασπώσει ο Παπαδήμος, θα γίνουμε Αλβανία, Βουλγαρία, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία, Τζατζικιστάν και Αιθιοπία...
Θα ζήσουμε όμως ξανά! Μέσα από την αχλή και τα παραφερνάλια της κρίσης, εμείς θα είμαστε εκεί. Θα στρώσουμε ξανά κόκκινα τραπέζια. Θα δεχτούμε ξανά τα γενναία χάδια των φίλων. Θα ξαναγράψουμε " Σε σκέφτομαι!" το βράδυ, αργά, κάπου εκεί στο ημίφως και θα το στείλουμε. Θα εθιστούμε. Θα ανοίξουμε την σαμπάνια κι ο αφρός θα είναι άσπρος, αγνός και αναβλύζων. Θα την δούμε απέναντι και θα μας χαμογελάσει. Θα μπουγελώσουμε ο ένας τον άλλον και θα κάνουμε βόλτες στα στενά της Πλάκας. Θα δούμε ταινίες και θα διαβάσουμε βιβλία. Θα πετάξουμε πετραδάκια στο τζάμι. Θα κυλιστούμε στα μπεζ σεντόνια και τα τσιγάρα θα μυρίζουν όλο το βράδυ. Θα γράψουμε στο moleskine και θα σβήσουμε την λάθος λέξη. Θα πετύχουμε το καΪμάκι στον καφέ μας. Θα ανέβουμε στην κορφή και θα φωνάξουμε. Θα διώξουμε την σκόνη του χρόνου. Θα αφεθούμε στη ζεστασιά και τα λακάκια στο πρόσωπο θα φανούν σε κάθε μας χαμόγελο. Θα πιούμε και θα μεθύσουμε, τριγυρνώντας στο ξέφωτο με ελπίδα την κορύφωση. Θα μυρίσουμε το βαθύ κόκκινο και την μωβ κάλτσα...