Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Γιορτή

CHERRY - CHROMATICS






Γιορτάσαμε. 
Στρώσαμε ξανά κόκκινα τραπέζια. 
Τα μάτια της κουζίνας πήραν φωτιά. Ξανά. Μαζευτήκαμε με τους συγγενείς και είπαμε τα νέα μας. Φιληθήκαμε. Ανταλλάξαμε δώρα και χαμογελάσαμε. Ή τουλάχιστον προσπαθήσαμε. Γιατί έπρεπε. Έπρεπε να χαρούμε, έπρεπε να γιορτάσουμε, να πάρουμε τηλέφωνα, να ευχηθούμε και να πάμε στα σπίτια που μας κάλεσαν. Να εξομολογηθούμε και να πιούμε μπύρες στα στενά, κρυφά. Με ένα τσιγάρο και οι δύο. Κοιτώντας τα φωτιστικά πάνω από το κεφάλι μας. 

 Ύστερα, κατεβήκαμε στο κέντρο και τις δύο Κυριακές να χαζέψουμε τα καταστήματα και αυτά που δείχνουν οι ειδήσεις. Τους άστεγους με τις κούτες τους στα λαδωμένα στενά γύρω από την Αθηνάς. Τους επαίτες, σε κάθε μικρό στενό που σε κοιτάνε και τους κοιτάς με άλλο μάτι πλέον. Πιο αποφασισμένοι και οι δύο. Το βλέμμα αλλάζει όταν έρθουν τα δύσκολα. Γίνεται καθαρό. Στεγνό και ξεγυμνωτικό. Δεν χωράει παρεξηγήσεις. Οι παρεξηγήσεις κοστίζουν. Και δεν έχεις. Τίποτε.

Αλλάξαμε χρόνο γιατί ο παλιός λέει, ήταν αλήτης, ψυχοφθόρος και αποκαλυπτικός. Μας στέρησε τα χρήματα μας. Το 12’ ήταν κακό. Να φύγει. Οι κακοί οι Γερμανοί, ήρθανε στο πάρτυ μας, απρόσκλητοι και άρχισαν να μας παίρνουν τις σαμπάνιες από τα χέρια. 
Λέει ότι ήπιαμε παραπάνω από ότι μπορούσαμε. Μα καλά, δεν ξέρουν ότι ο έλληνας είναι γερό ποτήρι και δεν καταλαβαίνει από τέτοια; Μας διώξανε και από το σπίτι που γινότανε το πάρτυ. Λέει δεν ήταν δικό μας, ήταν του γείτονα. Μα καλά, αφού τα κανονίσαμε εμείς με τον γείτονα! Δεν ξέρουν ότι οι έλληνες είναι ανοιχτοχέρηδες και καλόκαρδοι με όλους;

Και έτσι βρεθήκαμε στον δρόμο. Χωρίς σαμπάνιες και πυροτεχνήματα. Μόνοι μας, να περιμένουμε να αλλάξει ο χρόνος να έρθει ο άλλος, ο καλύτερος. Γιατί έτσι είμαστε. Έχουμε μάθει να πιάνουμε τις στιγμές και να τις κάνουμε φως. Όπως εκείνη την μέρα των Χριστουγέννων αν θυμάστε. Που ο ήλιος ήταν τεράστιος και μαζευτήκαμε το μεσημέρι, όλοι, στα τραπέζια, πάνω από τα κρέατα και τις σαλάτες και γελάγαμε δυνατά!!!

Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Perfect Friday afternoon..




"CHOCOLATE"


It had been the perfect Friday afternoon,
the job was almost done.
The house we were decorating was owned by a little old man,
forever in the same three piece suit he'd probabbly had since he was demobbed.
He seemed to be forever on his way to the post office,
carrying brown paper ansd string wrapped parcels under his arm.
He'd bring us out china cups of camp coffee and plates of custard cream biscuits.
The house had belonged to his parents who had both passed away within weeks of each other, a few years back.
They were the only people he had ever lived with, this was the only house he had ever lived in.
I wondered what would happen to the house when he's gone.

It was a short walk to my bedsit, once a similar house to the old man's, now broken into lots of single room accomodation.
It also once had a great garden like his, now occupied by one-storey modern block building, containing the dentist and chiropodist.

In my room was an electric cooker, which I only used in winter to keep warm,
next to that was a sink with a glass shelf above it, on which was a toothbrush and carton of marlboro's.
There was a table with a chair in one corner, a single bed in the other, and about four sq ft in the middle.
There was a wooden drawer under the bed with most of my clothes in, the rest was over the back of the chair.
I had a record player on a table and boxes of records underneath.
The bathroom for the first and the second floor was opposite my room,
it had a meter for the water which took two 50pence pieces, you'd have to wait half an hour for the water to heat up, and keep an eye on the door in case some sod pinched your bath.
There was one toilet upstairs and one outside, but no one used the outside one anymore, so it was where the local prostitutes would take their clients for a quickie.
I'd spend as little time as I could in my room, my skin was still warm and soft from the bath as I walked into town.

So I was sat on my usual bar stool in my usual pub by 6.30, the usual twelve or so regulars in at this time of the evening, nice and relaxed before the post 8.00 crush, we'd crowd around the tiny bar then pool tables, the house rule for fool was winner stays on, you'd chalk your name on the balckboard, and wait your turn. The challenger would pay for the game, so if you were good, you 'd play all night.Tonight I was great.
She walked into the pool room just as I potted the black, the next name on the list, bent down to the slot on the table and put coins in.
I was used to seeing her surrounded by burgundy flocked wallpaper and red velvet upholstery in the sunday night pub around the corner; she looked different stood here in the pool room, she looked good, she was looking at me.
I ended the game as quickly as I could, without losing badly and stood near her.
"Would you like a drink?", she asked. "I get them. What do you want?" I replied. "The same as you're having", she said.
The great thing about being a regular when the bars turned deep is it only takes a raised eyebrow and a couple of nods, and two bottles of Holster Pils had been passed over people's heads to you. We did the pool room dance for a while, moving to" excuse me"'s bending around elbows and pool cues until we decided to move on
It was too early to go to the club, so we went around the corner to the Sunday night pub. It was still quite busy on a Friday night, full of couples and students. It had a reputation as a gay bar, probably why the students came in, to feel safe.
She was my dream, we drank pernod and blacks, talked about John Barry, Ford Cortinas (she preferred the Mark 3), what was best: gel or Brylcream? I preferred the Brylcream.
She even agreed On Her Majesty's Secret Service was the best Bond film, if you accept it as a whole and not just get hung up about George Lazenby.
She smoked Silkcuts, she didn't mind Marlboros, but we both had a fondness for Old Port cigars
We moved down to the club. Upstairs for a couple of onion bhajis went down to the quiet bar, near the dance floors.
We decided to leave early, you wouldn't want to be there in the end, when the lights came on. You'd never sit down in here again. In a depressing shuffle we pushed to the door, now it was good to get up and out, while it was still a black hole, warm, and smokey, full of possibilities...

She lived by the river, the other side of town, queue for taxis was hell as usual, next to the late night chippy, the worst chips you could buy, but at this time of night, full. Outside fights and throwing up. We jumped in the taxi, nothing mattered but us.
Back at hers, a bedsit in a house similar to mine, she'd done something, painted three walls, put up some old fifties star wall paper, a big Bowie poster and some nice curtains, it would be easy for me to change my woodchip magnolia bedsit standard. Afterall, it was my job. She had a few lamps here and there were some candles. She made us proper hot chocolate, not the instant shit you get from the machine. She had Fox'sbiscuits and a small bottle of Cointreau, too. The end of a perfect day. The taste of chocolate, cigarette, and orange liqueur made it even seem better. I undid her tartan miniskirt, pulled off her black wool tights, my lips moved up her legs... What the fuck? I had a large hard dick poking me in the eye. "Shit! you're a chap!" I felt like jumping through the window, screaming, I couldn't move...
She... he...still looked the same... I had a pain in my head, I wanted to do something, say something...
He was holding me, sobbing... "you must have known, how could you not tell?" And "I love you, I can be your woman..." His eyes were still beautiful, deep brown, his lips still chocolatey and orangey.
"Shit!" I said, "I was never a breast man, anyway..."


TINDERSTICKS - CHOCOLATE




Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Κάτσε να σου πω



Καθισμένος στο παγκάκι απέναντι απ’ το γκρίζο θα παρατηρήσω την ημέρα και θα την ξεσκεπάσω.
Παλιός χρόνος και νέος θα συγκρουστούν μέσα μου λησμονώντας το χθες. Ήλιος, που έμπαινε μέσα στα σπίτια μας και μας ξετίναζε με χαρά και γλέντι.

Ένας πόλεμος πλέον μεταξύ ασκήμιας και ομορφιάς.


 Όσο περνούν οι μέρες, τα όνειρα μικραίνουν. Οι βόλτες πρέπει να γίνουν συχνότερες. Έχουμε ανάγκη από βόλτες και περπατησιές, μόνοι μας ή και με παρέα. Να ανακαλύψουμε την πόλη και θα έρθει και η ανακάλυψη του εαυτού μας σιγά σιγά. Γιατί τα βάρη πλέον είναι πολλά και δυσκολεύουν τα βήματά μας. Βέβαια, μου είχες πει κάποτε, ότι αγαπάς τα άγχη γιατί με την απαλλαγή τους λυτρώνεσαι. Αλλά πλέον δεν ξέρω τι να ακούσω και τι να πιστέψω. Κλείνω τα αυτιά  μου και εμπιστεύομαι μόνο τα μάτια μου και τις μνήμες..


Χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια και σημαίες του Ελλαδιστάν στις βρώμικες πλατείες. Ιδρωμένα μουστάκια και ζεστές κρεατόπιτες σε σκοτεινά στενά. Μεσήλικα ζευγάρια που τελειώνοντας τον μεσημεριανό ύπνο τους κάθονται αμίλητοι ο ένας απέναντι από τον άλλον και πίνουν τον καφέ τους. Φωτογραφίες εκτυπωμένες σε αλουμίνιο.  Καρτ ποστάλ από την Ιταλία με ερωτικές λέξεις και αποτυπωμένες εικόνες από ιπποδρομίες στην καρδιά της Τοσκάνης. Φωταψίες, περιμετρικά του εξοχικού, που κρατούσαν συντροφιά, τώρα τα κλείνεις άρον άρον.  Βιαστικά, αγχώδη. Και θυμάμαι κάποιες νυχτιές που το αερόθερμο δεν άναβε και δεν νοιαζόμασταν, γιατί δεν κρυώναμε, μας ζέσταινε το κρασί. Και βλέποντας τις αγαπημένες μου ταινίες,  θέλαμε να φύγουμε, να κυνηγήσουμε το όνειρο. Κάπου μακριά αλλά κοντά. Μαζί, αλλά χώρια. Αύριο, μεθαύριο, σε έναν μήνα, του χρόνου, κάτσε να το συζητήσουμε..


Οι μέρες του τίποτα παραμονεύουν, χτυπάνε την πόρτα και εσύ πρέπει να κάνεις πως δεν ακούς. Ίσως πρέπει να αλλάξεις πόρτα, να αλλάξεις αυτιά, να αλλάξεις σπίτι, να αλλάξεις περιοχή, να αλλάξεις χώρα. Η χώρα του τίποτα σε κυβερνά. Η  μισή Αθήνα έχει γαμηθεί. Δεν σε ενδιαφέρει. Δε θα είσαι εσύ που θα μαζέψεις τα τελειώματα από το άτιμο κορμί. Η άλλη μισή Αθήνα, κάνει την τσατσά και εσύ κοιτάς αυτούς που βγαίνουν κουμπώνοντας περήφανα το παντελόνι τους. Δε σε ενδιαφέρει πια, γιατί εσύ δεν ήσουν μέρος του οργίου.


Σταχυολογώντας το σήμερα, συνειδητοποιείς ότι περνούν οι μέρες και καθόμαστε ανήμποροι, κωπηλατώντας αντίθετα στο κανάλι της ευτυχίας..





Beirut - Postcards from Italy




Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Nοσταλγώ






Καθώς παρατηρώ τους ΝεοΑγανακτισμένους που ανηφορίζουν για να βρίσουν αυτή την κακιά, άσχημη, ανέραστη Καγκελάριο που αυτή φταίει για όλα, μονολογώ..
Παραφράζοντας τον Θωμά Γκόρπα,
Νοστάλγησα κυριακάτικα κόκκινα στρωμένα τραπέζια στο σπίτι μας, με την μάνα μου να χαμογελά και τον πατέρα μου να μιλάει δυνατά, κατακόκκινος απ’ το κρασί και από πίσω να παίζει το μαγνητόφωνο.
Νοστάλγησα τα Πάσχατα στο χωριό, τα δυναμιτάκια και τα γδαρμένα γόνατα από το ποδήλατο.
Νοστάλγησα τους θείους και τις θείες που σε τίποτε δεξιώσεις και συνευρέσεις μου βάζανε στην τσέπη δεκαχίλιαρο, να πιω μια μπύρα ή να κεράσω την γκόμενα καφέ.
Νοστάλγησα  τα πρώτα κάμελ που έκρυβα στην γλάστρα για να μην τα βρούνε στο σπίτι γυρνώντας από το σχολείο.
Νοστάλγησα τις βόλτες στο Λυκαβηττό και την βαβούρα από τα μπαλκόνια τριγύρω.
Νοστάλγησα το Pigalle στην Πατησίων και τους καπνούς πάνω από τα μπιλιάρδα με τις τρίσποντες.
Νοστάλγησα όλα εκείνα τα κοριτσόπουλα που όταν τα φίλαγες κλείνανε τα μάτια.
Νοστάλγησα τις νύχτες σαν φοιτητής και τις ταινίες που βλέπαμε στην μικρή 14άρα Philips.
Νοστάλγησα το χιλιάρικο που σε έκανε βόλτα στα Εξάρχεια και σου’μεναν και ρέστα.
Νοστάλγησα να κάθονται γριές στα σκαλιά των πολυκατοικιών.
Και πιο πολύ νοσταλγώ τον ήλιο, που νομίζω είναι διαφορετικός τώρα.
Κι οι μυρουδιές έχουν αλλάξει.
Άσπρο και μαύρο μαζί. Το καινούργιο γκρι παντού.
Και συνεχίζω να μετράω τις αντοχές.
Προσπαθώ να διασχίσω μια σήραγγα  και να βγω στο φώς ή προσπαθώ από το σκοτάδι των ημερών μας, να μπω σε μια σήραγγα γεμάτη φως..
Και αγάπη.



MANDALA- THIVERY CORPORATION






Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Φωτοσυνθέτοντας





Διακοπές. Να πάμε. Πρέπει.

Πρέπει να περάσουμε καλά. Να πάρουμε άδεια. Να βρούμε καλό δωμάτιο κοντά στην Χώρα και στο νταβαντούρι. Να νοικιάσουμε αμάξι, μηχανάκι, μοτοποδήλατο, γουρούνα, διαστημόπλοιο.

Πρέπει να ξεκουραστούμε.
Πρέπει όμως και να πιούμε, να ξενυχτήσουμε και να γίνουμε χάλια. Να φάμε αστακούς και γαριδομακαρονάδες. Να φάμε το τοπικό τυρί και το απίστευτο γλυκό που μας πρότειναν.

Πρέπει να βγάλουμε φωτογραφίες  στις παραλίες , και στα εκκλησάκια. Να βγάλουμε τη θέα από το δωμάτιο, τις βοκαμβίλιες στο στενάκι με τα μπλε παράθυρα και την γιαγιά που κάθεται έξω. Πολλές φωτογραφίες. Να τις ανεβάσουμε στο Ίνσταγκραμ και να κάνουμε τσεκ-ιν από παντού.

Πρέπει να πάρουμε το καραβάκι για να μας πάει απέναντι, στην άλλη, την απόκρημνη παραλία, που τα νερά είναι μαγικά και είχε πάει πέρυσι η Κατερίνα με τον Δημήτρη απ’ την δουλειά. Να πούμε του καπετάνιου να μας πάει και σε κείνη την σπηλιά που είναι λες και είσαι στην Γαλάζια Λίμνη.

Και να πάμε και σε κείνο το ταβερνάκι με τους τέλειους ντοματοκεφτέδες και το απίστευτο σαγανάκι.

Πρέπει να στήσουμε καλά την ομπρέλα ώστε να μην την πάρει ο αέρας όπως του διπλανού. Να μαυρίσουμε. Να μην καούμε. Να γυρίσουμε στο γραφείο και να είμαστε σαν τον 50Cent.

Και να παίξουμε ρακέτες, γιατί φέτος έχω βελτιωθεί και βασικά βαριέμαι να σε βλέπω να παίζεις συνέχεια με τον Τάκη κι εγώ να κάθομαι να διαβάζω τα κουτσομπολίστικα με την γυναίκα του και να σχολιάζουμε για το ρετουσάρισμα που πέφτει στην Βανδή.

“Στάσου!, Στάσου! Κάτσε να σε βγάλω μια φωτογραφία να ανεβάσουμε στο Φεισμπουκ!”

Πρέπει να διαβάσουμε τις  “Πενήντα αποχρώσεις του γκρι” και το καινούργιο του Τζέφρι Ευγενίδη. Να έχουμε όμως και καβάτζα κανά Χέμινγουέι σε περίπτωση που ο Σωτήρης με την Θάλεια θέλουν να μας το παίξουν κουλτουρέ και σκάσουν πάλι  με τίποτα Άπαντα του Καρυωτάκη όπως εκείνο το καλοκαίρι στην Πάτμο. Να λύσουμε σταυρόλεξα και Σουντόκου.

Να πιούμε Μοχίτο!!
Ναι!  Ναι!  Μοχίτο κανονικό και Μοχίτο φράουλα και Ντάκιρι και Καιπιρόσκες. Και να πάμε και σε κείνο το μπαράκι που διάβασα σε εκείνο το περιοδικό που πηγαίνει συνέχεια αυτός ο μεγαλοεκδότης και φτιάχνει λέει τα καλύτερα Cosmopolitan.

Να πάμε και σε κανα τοπικό πανηγύρι με κρασί – ούζο – ρακές και να χορέψουμε μέχρι το πρωί με τους γηγενείς , φιλόξενους φεουδάρχες , κρατώντας ψηλά τα λαδωμένα χέρια μας από την προβατίνα μέχρις ότου ξημερώσει.

Και σεξ!!! Πολύ σεξ! Στο δωμάτιο, στο υδρομασάζ, στην παραλία, στις τουαλέτες, στο θαλάσσιο ποδήλατο που νοικιάσαμε, στο τζετ σκι, στο διαστημόπλοιο..

Και καλό σεξ. Όχι όπως στην Αθήνα, άρον άρον, μεταξύ 2ου και 3ου επεισοδίου της δεύτερης σεζόν του Game of Thrones.




Και όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, σαν ενήλικες, να κάτσουμε πάνω από την χωριάτικη σαλάτα που πληρώσαμε 9.50 ευρώ, ατενίζοντας την θάλασσα, οι δυο μας και  να συζητήσουμε για την σχέση μας. Για το που πάμε, που βαδίζουμε, αν πρέπει να αλλάξουμε σπίτι να πάμε πιο κοντά στις δουλειές μας. Να δούμε τι θα κάνουμε τον χειμώνα που θα ναι δύσκολα τα πράγματα, αν θα πρέπει να αλλάξουμε αμάξι γιατί καίει πολύ αυτό. Αν μ’ αγαπάς, αν σ’αγαπώ. Αν το εννοείς, αν το εννοώ.

Και κάπως έτσι οι μέρες θα γεμίσουν. Και θα έχουμε κάνει το καθήκον μας σαν πολίτες αυτού του τόπου.
Και θα είμαστε πλέον δυνατοί να αντιμετωπίσουμε όλες τις κρύες, δύσκολες καταστάσεις που τυχόν θα βρούμε τον χειμώνα που έρχεται. Γιατί έτσι μεγαλώσαμε και έτσι μάθαμε. Να γεμίζουμε με ήλιο τις ψυχές μας ώστε να χαμογελάμε στο σκοτάδι που έρχεται.

Φωτοσυνθέτοντας...


Brian Eno - Spinning away


Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Ψηφιακό Ελλαδιστάν



Προσπαθώντας να περισώσουν ότι προλαβαίνουν, πριν χαθεί τελείως ο ήλιος σε αυτή τη χώρα. Και καθώς το θερμόμετρο ανεβαίνει, οι μέρες που κυλάνε σου θυμίζουν ντοκιμαντέρ Αφρικανική επαρχίας.


Σύμφωνα με τις ψήφους σου, όλα θα αλλάξουν και το καινούργιο φαντασιακό  κράτος που δημιούργησες με μπόλιασμα αριστεροναζιστικών πεποιθήσεων θα δημιουργήσει  ξανά τον τόπο που ονειρεύεσαι. 

Κι εσύ κάθεσαι αμέριμνος, με μόνη σου έννοια πως θα προμηθευτείς τον αποκωδικοποιητή , ψηφιοποιώντας όλα τα κανάλια σου, έτοιμα πάλι να σε βυθίσουν στα τούρκικα σήριαλ. 




Κι οι μέρες κυλάν..



 MORRISSEY - YOU HAVE KILLED ME